Η φραγκοσυκιά και το Dactylopiuscoccus
Κ.Θ. Μπουχέλος
Γεωπόνος - Εντομολόγος
Ομότιμος Καθηγητής Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
(Έχει δημοσιευθεί στο Περιοδικό «Γεωργία – Κτηνοτροφία» τεύχος 5/2013)
Στην προσπάθεια που έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας ο συγγραφέας, για αποποινικοποίηση ή συμψηφισμό τουλάχιστον της «κακής συμπεριφοράς» των εντόμων ως εχθρών των καλλιεργειών, του ανθρώπου και των ζώων, δημοσιεύεται σειρά άρθρων, με θέμα τις συνεργασίες εντόμων και φυτών που έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή χρήσιμων έως πολύτιμων προϊόντων. Έτσι, ξεκινήσαμε με τη σχέση του μικροσκοπικού Υμενοπτέρου Cynipsμε διάφορα είδη δρυός (τεύχος 5/2012) και συνεχίσαμε με το πουρνάρι και το έντομο Kermes (τεύχος 1/2013). Η φραγκοσυκιά στην Ελλάδα αυτοφύεται σε πολλές θερμές περιοχές. Το κοκκοειδές έντομο Dactylopiuscoccus, που τρέφεται με τους πλούσιους χυμούς του φυτού, παράγει καρμινικόν οξύ για την προστασία του, και από τα σώματα των θηλέων του παρά- γονται από τα αρχαία χρόνια οι πολύτιμες χρωστικές κοχινίλη και ερυθρολακκίνη, των οποίων η χρήση είναι ευρύτατη και ποικίλη.
Η φραγκοσυκιά
Tο πολύ γνωστό μας αυτό φυτό, απαντάται σε βραχώδεις, προσήλιες και ξηρές τοποθεσίες. Προέρχεται από την Κεντρική Αμερική και έχει εισαχθεί στη Μεσόγειο από τον 16ο αιώνα (12).
Το φυτό ανήκει στο γένος Οpuntiaτης Οικογενείας Cactaceae, με την επιστημονική ονομασία Opuntiaficus-indica ή Cactusficus-indica. Καλλιεργείται για τους καρπούς του. Καθώς οποιοδήποτε μέρος του φυτού ριζοβολεί, εξαπλώνεται εύκολα και δημιουργεί αδιαπέραστους φυτοφράχτες. Στην Ελλάδα αυτοφύεται σε πολλές θερμές περιοχές, αλλά δεν καλλιεργείται ή καλλιεργείται σε πολύ μικρή κλίμακα. Θα μπορούσε να έχει τουλάχιστον τις εξής βασικές χρήσεις:
Είναι φυτό αντιδιαβρωτικό και αντιπλημμυρικό, κατάλληλο ως αντιπυρικό φράγμα, ανάχωμα σε επικλινή μέρη και βουνοπλαγιές, καλύπτει γυμνές ορεινές περιοχές, αντέχει πολύ στην ξηρασία, δεν χρειάζεται καθόλου κόπο και έξοδα στην καλλιέργεια και αποτελεί εστία πρασίνου σε ερημικά μέρη. Είναι επίσης μια σπουδαία ανεκμετάλλευτη ζωοτροφή. Στη Βραζιλία οι εκτάσεις με φραγκοσυκιές για κτηνοτροφές ευσαρκία, καλοήθη υπερτροφία του προστάτη και για την αντιμετώπιση ιογενών λοιμώξεων. είναι περίπου 3.000.000 στρέμματα.
Στη Σαρδηνία σε ημιεντατική καλλιέργεια οι αποδόσεις είναι 6 τόνοι το στρέμμα, στη Σικελία φτάνουν το 1.000.000 στρέμματα, στην Τύνιδα 80.000 στρέμματα και σ’ άλλες χώρες ανάλογες εκτάσεις (13).
Ως φυτό η φραγκοσυκιά, αποτελεί μέρος της μεξικανικής διαιτητικής (το Μεξικό την έχει ακόμη και ως έμβλημα στη σημαία του). Χρησιμοποιούνται μόνο τα νεαρά φυτά που είναι τρυφερά και οι καρποί (φραγκόσυκα). Στη μαγειρική τα φύλλα χρησιμοποιούνται σε δεκάδες φαγητά με κρέας και λαχανικά, κάτι που φαίνεται παράδοξο, αλλά είναι πραγματικότητα και μάλιστα ουσιαστική, για εκατομμύρια ανθρώπους πλην Ελλήνων!! Οι καρποί είναι ένα νόστιμο και θρεπτικό φρούτο που το προτιμούν εκατομμύρια ανθρώπων στα περισσότερα μέρη του κόσμου. Στα τρόφιμα, ο χυμός των καρπών χρησιμοποιείται για ζελέ και γλυκίσματα.
Το φυτό έχει αρκετές φαρμακευτικές ιδιότητες: για υψηλή χοληστερίνη, διαβήτη τύπου 2, κολίτιδα, διάρροια, Από αποξηραμένα «φύλλα» του φυτού παράγονται συμπληρώματα διατροφής και προϊόντα αδυνατίσματος (10). Η πρόσφατη ιδέα των Μεξικανών να παράξουν βιοκαύσιμο από τους καρπούς της φραγκοσυκιάς, παίρνει ήδη σάρκα και οστά. Μόνο η ζώνη της κοιλάδας του Teotihuacan (θεότης + οικείν = Οίκος Θεού) (5), μπορεί να παράγει περίπου 20 χιλιάδες τόνους πρώτης ύλης, ενώ η περιεκτικότητα του καρπού σε γλυκόζη φθάνει στο 65%.
Το έντομο Dactylopiuscoccus, είναι κοκκοειδές (Hemiptera, Sternorrhyncha, Coccoidea, Dactylopiidae), ιθαγενές της νοτίου Αμερικής και του Μεξικό, το οποίο ζει στα κακτώδη φυτά του γένους Opuntia, τρεφόμενο με τους πλούσιους χυμούς τους (Εικ. 1). Το τέλειο θήλυ έχει μέγεθος 2–5 χιλιοστά, χρώμα τεφρό αλλά λαμπερό ερυθρό όταν συνθλιβεί. Το σώμα του καλύπτεται από λευκές κηρώδεις ίνες τις οποίες εκκρίνει. Είναι ευδιάκριτα επάνω στο φυτό την άνοιξη, από τις φαρδιές λευκές κηλίδες που σχηματίζουν τα θήλεα (Εικ.2). Έχει 3 γενεές το έτος και η ανάπτυξή του είναι συνεχής. Τα ωά εκκολάπτονται σε χρονικό διάστημα από λίγα λεπτά έως αρκετές ώρες μετά την εναπόθεσή τους. Οι κηρώδεις ίνες παράγονται κυρίως από τα τελευταία στάδια αναπτύξεως των θηλέων.
Εκτός του Dactylopiuscoccus, υπάρχουν και άλλα είδη του γένους Dactylopius τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν στη βαφική αλλά ακόμη και οι ειδικοί είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα ξεχωρίσουν οπότε χρησιμοποιείται η κοινή για όλα ονομασία «cochinealinsects» (3).
Τα Dactylopiusspp. έχουν χρησιμοποιηθεί για την βιολογική καταπολέμηση των κάκτων Opuntia, στην Αυστραλία, Κεϋλάνη, Ινδία, Χαβάη και Μαυρίκιο. Το έντομο, παράγει καρμινικόν οξύ για προστασία του από αρπακτικά έντομα - εχθρούς του.
Χρειάζονται περίπου 70.000 έντομα για να παραχθεί μισό κιλό βαφής. Ακόμη και μισό κιλό προς $ 1,30, είναι αρκετό για διατροφή και ένδυση μίας οικογένειας ορεσίβιων κατοίκων στο Περού, όπου υπολογίζεται ότι 40.000 οικογένειες εξαρτώνται από την συγκομιδή των εντόμων αυτών. Εν τω μεταξύ, με στοιχεία του 2005, η εμπορική αξία ενός κιλού κοχινίλης ήταν 50 και 80 $, ενώ των συνθετικών χρωστικών, 10 έως 20 $.
Κοχινίλη ή crimson (Καρμίνιον) Η ουσία κοχινίλη ή crimson (cochineal), είναι χρωστική λαμπρού ερυθρού χρώματος η οποία αποτελείται από καρμινικόν οξύ με άλατα του αλουμινίου (στυπτικά και στερεωτικά). Η παραγόμενη συνθετικά αντίστοιχη χρωστική είναι γνωστή ως redcarmine (E120).
H κοχινίλη παράγεται από τα σώματα των θηλέων του κοκκοειδούς εντόμου Dactylopiuscoccus ως απωθητικό των εντόμων - εχθρών του. Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα ως απωθητική για τα μυρμήγκια. Είναι μία από τις ελάχιστες φυσικές υδατοδιαλυτές χρωστικές που αντέχουν τον χρόνο, τη φωτεινή ακτινοβολία, τις υψηλές θερμοκρασίες και την οξείδωση. Ως χρωστική τροφίμων, δεν είναι τοξική και δεν είναι γνωστή ως καρκινογόνος (6). Σπάνιες περιπτώσεις αναφυλαξίας που έχουν αναφερθεί οφείλονται σε λανθασμένες προσμίξεις κατά την παρασκευή της και όχι στο καρμινικόν οξύ (1).
H ερυθρολακκίνη (crimsonlake), παρασκευαζόταν επίσης από τα σώματα των θηλέων του ίδιου εντόμου. Η κοχινίλη από τα Dactylopiuscoccus, χρησιμοποιείτο ανέκαθεν από τους Αζτέκους και τους Μάγια της Κεντρικής και Βορείου Αμερικής και η αξία της ήταν ισάξια του αργύρου, συγκρινόμενη ακόμη και με το χρυσάφι! Οι διάφορες πόλεις έστελναν σάκους με το προϊόν ως ετήσια προσφορά προς τον Αυτοκράτορά τους. Όταν οι Ισπανοί λαθρομετανάστες (..έποικοι) του HernándoCortes, κατέλαβαν την Αυτοκρατορία των Αζτέκων (1518-1521), συνάντησαν ιθαγενείς πολεμιστές να έχουν ενδυμασίες με άγνωστο βαθυκόκκινο χρώμα. Καθώς η βαφή που χρησιμοποιούσαν οι αυτόχθονες απέδιδε πολύ καλύτερο χρώμα από τις χρησιμοποιούμενες, εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, και εκτιμώντας την μεγάλη αξία της, την μετέτρεψαν ως SpanishRed, μέσα στη 10ετία του 1530, στο δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν του Νέου Κόσμου μετά το ασήμι, κρατώντας ζηλότυπα επί αιώνες το μυστικό της προελεύσεώς της (7).
Η εκμετάλλευση της κοχινίλης είναι γεμάτη ραδιουργίες. Επί περισσότερα από 200 χρόνια, η Ισπανία απαγόρευε την εξαγωγή ζώντων εντόμων Dactylopiuscoccus και απαγόρευε στους ξένους να επισκέπτονται τις περιοχές παραγωγής της βαφής. Όσο για τους πραγματικούς ιδιοκτήτες, τους ιθαγενείς, η εκμετάλλευση έστω και μικροποσότητος από τα εν λόγω έντομα, ετιμωρήτο με .. θάνατο! (ακόμη ένα δείγμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού!) (8).
Πολλοί ευρωπαίοι πίστευαν λανθασμένα, ότι η βαφή παραγόταν από καρπούς κάκτων και φυσικά οι Ισπανοί ενθάρρυναν τέτοιες θεωρίες, για να διατηρούν το πολύτιμο μονοπώλιο. Στη θεωρία αυτή βοήθησε η εμφάνιση των ξηραμένων εντόμων που θύμιζε σπόρους ή κόκκους (grana), άφηναν να διαδίδεται η ονομασία της βαφής ως «grana». Όταν μάλιστα ο Leeuwenhoek το 1704, προσδιόρισε ότι η κοχινίλη αποτελείτο μόνον από θήλεα κοκκοειδή, οι περισσότεροι το βρήκαν απίστευτο. Η ευρεία αποδοχή της προελεύσεως της βαφής συνέβη πολύ αργότερα, όταν τα έντομα εισήχθησαν και εγκαταστάθηκαν επιτυχώς, εκτός της Αμερικανικής Ηπείρου και κατά τον 170 αιώνα στην Ινδία και Αυστραλία (4). Εκείνη την εποχή, η κύρια χρήση της βαφής ήταν μόνο για υφάσματα και καλλυντικά. Λόγω του υψηλού κόστους και της σπανιότητας της βαφής, τα πορφυρά υφάσματα ήσαν συνυφασμένα με την οικονομική ευμάρεια και δύναμη, π.χ. οι χιτώνες των ρωμαιοκαθολικών καρδιναλίων και οι επενδύτες των Βρετανών στρατιωτικών (redcoats).
Ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και των 13 αποικιών της στην Aμερικανική Ήπειρο (1775-1783), δηλαδή των Ευρωπαίων εποίκων κατά των Βρετανών “Redcoats” (δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα), έγινε όχι μόνο για την αγγλική φορολογία στο τσάι, αλλά και για τον βαρύ φόρο στην κοχινίλη, την οποία όφειλαν να εξάγουν οι αποικίες κατ’ ευθείαν από το Μεξικό.
Tα πρόσφατα ευρήματα περί του ότι μερικές συνθετικές χρωστικές (π.χ. ανιλίνης), είναι δυνατόν να προκαλέσουν καρκίνο, ανανέωσαν το ενδιαφέρον για παραγωγή της χρωστικής κοχινίλης και χρησιμοποίησή της σε επεξεργασμένα τρόφιμα.
Σήμερα, η συνθετική χρωστική redcarmine χρησιμοποιείται σε μία ευρύτατη σειρά εδώδιμων και μη προϊόντων όπως: γλυκίσματα, παγωτά, γιαούρτια, μαρμελάδες με χρώμα φράουλας, κεράσι και βατόμουρο για ενίσχυση του κόκκινου χρώματος, στην κόκκινη γέλη (ζελέ), στις κόκκινες καραμέλες, στο μηλόκρασο (cider), στα ηδύποτα (λικέρ) Campari και Μaraschino, στο βερμούτ MartiniRosso, στις σοκολάτες m&m’s, στα σιρόπια, χυμούς κόκκινων φρούτων, τοματοχυμούς, στα δημητριακά Kelloggs με άρωμα φράουλας, στα λουκάνικα, αφυδατωμένα ψάρια, υποκατάστατα καβουρόψυχας, φαρμακευτικές κάψουλες και χάπια με κόκκινο χρώμα, αντιβιοτικά ή αντιβηχικά σιρόπια για παιδιά, στοματικά διαλύματα, καλλυντικά όπως κραγιόν, makeup, ίσκιοι ματιών κ.ά. Θεωρείται επίσης αρκετά ασφαλές για καλλυντικά ματιών. Χρησιμοποιείται ακόμη στη μικροβιολογία, για την χρώση παρασκευασμάτων μικροσκοπίας και σε ελαιοχρώματα και υδροχρώματα για έργα καλλιτεχνών (11).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. American Journal of Pharmacy (1873), p. 30.
2. Berthet, P. (1990) Les deux esp ces d’Opuntia naturalis es dans le bassin moyen du Rh ne.Succulentes, pp. 7-11.
3. De Lotto, G. 1974a. On the status and identity of the cochineal insects (Homoptera: Coccoidea: Dactylopiidae). Journal of the Entomological Society of Southern Africa 37: 167-193.
4. Donkin, R. A. (1977) Spanish Red: An Ethnogeographical Study of Cochineal and the Opuntia Cactus. Transactions Of The American Philosophical Society 67 (Part 5): 1-84.
5. Δωρικός, Σ., Χατζηγιαννάκης, Κ. (2005) Μάγια, ο πελασγόφωνος λαός της Ν. Αμερικής, Α Εκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα, σελ. 160.
6. Eisner, T., et al. 1980. Red Cochineal Dye (Carminic Acid): Its Role in Nature. Science 208 no. 4447, pp. 1039-1042.
7. Greenfield, A. B. (2005) A Perfect Red: Empire, Espionage, and the Quest for the Color of Desire. Harper Collins Publishers Inc., New York.
8. Hamnett, B. (1971) Politics and Trade in Southern Mexico, 1750–1821: Cambridge University Press. ISBN 0-521-07860-1.
9. Hendry, G.A.F and Houghton, J. D. (1992) Natural food colorants. Blackie, Glasgow
10. Kramer, J. (1972) Natural Dyes: Plants and Processes, Charles Scribner’s Sons, New York, N.Y.,
11. Society of Dyers and Colourists (1999) A Colour Chemist’s History of Western Art”. Review of Progress in Coloration 29 (Millennium Issue): 43–64.
12. Smith, W., (1854) Dictionary of Greek and Roman Geography LLD. London. Walton and Maberly, Upper Gower Street and Ivy Lane, Paternoster Row. John Murray, Albemarle Street.
13. Στρατουδάκης, Μ. (2007) Τα Φραγκόσυκα, εκδόσεις Ψύχαλος, Αθήνα.